- Φαρέων
- Φάρηfem gen pl (epic ionic)Φάρηςmasc gen pl (epic doric ionic aeolic)Φαρέω̆ν , Φαρίςfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαρέων — φάρος a large piece of cloth neut gen pl (epic doric ionic aeolic) φᾶρος a large piece of cloth neut gen pl (epic doric ionic aeolic) φᾱρέων , φᾶρος a large piece of cloth neut gen pl (epic doric ionic aeolic) φαράω plough pres part act masc nom … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπεπλος — ἄπεπλος, ον (AM) (για κόρη) χωρίς πέπλο, μόνο με τον χιτώνα αρχ. φρ. «λευκῶν φαρέων ἄπεπλος» ντυμένη πένθιμα (Ευριπ.) … Dictionary of Greek
υπερτέλλω — Α 1. (κυρίως για τον ήλιο) ανυψώνομαι πάνω από κάτι, ανατέλλω 2. φαίνομαι πάνω από κάτι («φαρέων μαστὸς ὑπερτέλλων», Ευρ.) 3. (για λίθο) κρέμομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου («Τάνταλος κορυφῆς ὑπερτέλλοντα δειμαίνων πέτρον ἀέρι ποτᾱται», Ευρ.).… … Dictionary of Greek